ἀνδρόσαιμον

ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσαιμον
St. John's wort
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνδροσαίμου — ἀνδρόσαιμον St. John s wort neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • androsemo — (del lat. «androsaemon», del gr. «andrósaimon») m. *Todabuena (planta gutífera). * * * androsemo. (Del lat. androsaemon, y este del gr. ἀνδρόσαιμον, der. de ἀνήρ, ἀνδρός, hombre, varón, y αἷμα, sangre). m. todabuena …   Enciclopedia Universal

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • υπέρεικος — ὁ, και ὑπέρεικον, τὸ, Α ονομασία φρυγανοειδούς θάμνου, αλλ. ἀνδρόσαιμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρείκη «ρείκι, φρυγανοειδής θάμνος». Η λ. απαντά και ως ουδ. ὑπέρεικον και με τη γρφ. ὑπερικόν*] …   Dictionary of Greek

  • androsemo — (Del lat. androsaemon, y este del gr. ἀνδρόσαιμον, der. de ἀνήρ, ἀνδρός, hombre, varón, y αἷμα, sangre). m. todabuena …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”